-
1 χρειάζομαι
1. μετ. нуждаться, испытывать необходимость (в чём-л.); иметь потребность (в чём-л.); требовать (чего-л.);χρειάζ χρήματα — мне нужны деньги;
δεν χρειάζ τίποτε — мне ничего не надо, я ни в чём не нуждаюсь;
αυτό χρειάζεται προσοχή — это требует внимания;
2. αμετ.1) требоваться, быть нужным, быть необходимым;δεν μού χρειάζεται αυτό — это мне не нужно;
δεν χρειάζομαι πλέον — я больше не нужен;
2) απρόσ.:χρειάζβται — нужно, требуется, необходимо, есть необходимость;
δεν χρειάζεται να ξανάρθει — он может не приходить больше;
§ τα χρειάζομαι — пугаться;
όταν με είδε τα χρειάστηκε когда он меня увидел, он испугался -
2 διαδικασία
η 1) юр. судопроизводство, судебная процедура; процесс;2) процедура, установленный порядок;κοινοβουλευτική διαδικασία — парламентская процедура;
3) процесс, ход;4) усилие;χρειάζεται μεγάλη διαδικασία να... — требуется большое усилие, чтобы...;
5) тщательная подготовка -
3 ζουρλομανδύα
η, ζουρλομανδύαδύας ο, ζουρλομανδύατύα η, ζουρλομανδύατύας ο смирительная рубашка;σού χρειάζεται ζουρλομανδύα! — тебе нужна смирительная рубашка!, ты с ума сошёл!
-
4 μαναβέλλα
η1) мор. брашпиль; 2) рукоятка, ручка (механизма); 3) рычаг (коленчатый); кривошип; 4)[коромысло;§ μαναβέλλα πού τού χρειάζεται — по нём палка плачет
-
5 μίλημα
μίλητό τό разговор, беседа, речь;χρειάζεται μίλημα σε — нужно найти способ поговорить с...
-
6 όσο(ν)
επί р р.1) сколько;όσο(ν) θέλεις — сколько хочешь;
2) столько, сколько...;όσο(ν) πρέπει ( — или χρειάζεται) — столько, сколько надо;
3) пока, до тех пор пока;θα σε περιμένω όσο(ν) να τελειώσεις — я буду ждать тебя до тех пор, пока ты не закончишь;
όσο(ν) ζω — пока я жив, до тех пор, пока буду жить;
§ όσο(ν) τό δυνατό — как можно, насколько возможно;
όσο(ν)ν αφορα... — или όσο(ν) γιά... — относительно; — что касается;
όσο(ν) γιά μας... — что касается нас...;
όσο(ν) κι' άν — или όσο(ν) να — сколько бы ни; — как бы ни;
όσο(ν) να 'ναι, όσο(ν) να πείς — а) как-никак; — что там ни говори; — б) как бы то ни было
-
7 όσο(ν)
επί р р.1) сколько;όσο(ν) θέλεις — сколько хочешь;
2) столько, сколько...;όσο(ν) πρέπει ( — или χρειάζεται) — столько, сколько надо;
3) пока, до тех пор пока;θα σε περιμένω όσο(ν) να τελειώσεις — я буду ждать тебя до тех пор, пока ты не закончишь;
όσο(ν) ζω — пока я жив, до тех пор, пока буду жить;
§ όσο(ν) τό δυνατό — как можно, насколько возможно;
όσο(ν)ν αφορα... — или όσο(ν) γιά... — относительно; — что касается;
όσο(ν) γιά μας... — что касается нас...;
όσο(ν) κι' άν — или όσο(ν) να — сколько бы ни; — как бы ни;
όσο(ν) να 'ναι, όσο(ν) να πείς — а) как-никак; — что там ни говори; — б) как бы то ни было
-
8 περισσότερο(ν)
επίρρ. более, больше;περισσότερο(ν) πλούσιος — более богатый, богаче;
περισσότερο(ν)νάπό κάθε φορά — больше, чем когда-л.;
περισσότερο(ν) απ' ότι χρειάζεται — больше, чем нужно
-
9 περισσότερο(ν)
επίρρ. более, больше;περισσότερο(ν) πλούσιος — более богатый, богаче;
περισσότερο(ν)νάπό κάθε φορά — больше, чем когда-л.;
περισσότερο(ν) απ' ότι χρειάζεται — больше, чем нужно
-
10 ραβδί
τό1) палка; трость; клюка; 2) побои;ραβδί πού το θέλεις — или ραβδί πού σού χρειάζεται — палка по тебе плачет
-
11 σοφία
η1) большая мудрость; 2) знание, опыт; 3) учёность, большая эрудиция; большие способности;§ δεν χρειάζεται μεγάλη σοφία! — не велика премудрость!
-
12 στειλιάρι(ον)
τό1) рукоятка, ручка; 2) дубина, дубинка; 3) перен., разг дубина, болван; невежда;αδτός είναι μοναχό στειλιάρι(ον) — он круглый невежда;
§ δίνω ενα στειλιάρι(ον) — дубасить, бить, колотить;
του χρειάζεται στειλιάρι(ον) — по нём дубина плачет
-
13 στειλιάρι(ον)
τό1) рукоятка, ручка; 2) дубина, дубинка; 3) перен., разг дубина, болван; невежда;αδτός είναι μοναχό στειλιάρι(ον) — он круглый невежда;
§ δίνω ενα στειλιάρι(ον) — дубасить, бить, колотить;
του χρειάζεται στειλιάρι(ον) — по нём дубина плачет
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Πολυμέσα — (Multimedia). Τεχνολογία που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε για ηλεκτρονικούς υπολογιστές (Η/Υ), και βασίζεται στην αρχή ότι χρησιμοποιεί περισσότερα από ένα μέσα για να επικοινωνήσει με τον χρήστη του Η/Υ ή απλά να παρουσιάσει κάποιες πληροφορίες… … Dictionary of Greek
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
χρειάζομαι — ΝΑ [χρεία] έχω ανάγκη νεοελλ. 1. (αμτβ.) είμαι αναγκαίος, χρήσιμος, χρησιμεύω («δεν μού χρειάζεται πια η βοήθειά σου») 2. απρόσ. χρειάζεται υπάρχει ανάγκη, είναι ανάγκη («δεν χρειάζεται να μπεις σε κόπο για μένα») 3. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως … Dictionary of Greek
χρειάζομαι — χρειάστηκα 1. έχω ανάγκη από κάποιον ή από κάτι: Χρειάζομαι λεφτά γι αυτή τη δουλειά. 2. είμαι αναγκαίος, είμαι χρήσιμος: Δε μου χρειάζεται αυτό το βιβλίο. 3. το απρόσ., χρειάζεται υπάρχει ανάγκη: Δε χρειάζεται να μου κάνεις μάθημα. 4. φρ., «Τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ε, ε — Το πέμπτο γράμμα του ελληνικού, του λατινικού και των νεότερων ευρωπαϊκών αλφαβήτων. Προήλθε από το πέμπτο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου  που απέδιδε τον δασύ φθόγγο He (= θυρίδα). Ενώ όμως στο συλλαβογραφικό φοινικικό αλφάβητο το He είχε… … Dictionary of Greek
αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek